- τριόδου
- τρίοδοςa meeting of three roadsfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό … Dictionary of Greek
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek
Triodos Airport — Infobox Airport name = Triodos Airport nativename = nativename a = Αεροδρόμιο/Μοντελοδρόμιο Τριόδου nativename r = image width = 150 caption = Triodos Control Tower IATA = ICAO = LG55 type = Public owner = operator = city served = location =… … Wikipedia
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
τέκνετρο(ν) — το, Ν (ηλεκτρον.) ραβδόμορφος ημιαγωγός που μοιάζει με ηλεκτρονική λυχνία και τού οποίου το ένα άκρο είναι η κάθοδος και το άλλο άκρο η άνοδος, ενώ το μέσο του είναι πολύ λεπτό και περιβάλλεται από ηλεκτρόδιο που λειτουργεί όπως και το οδηγό… … Dictionary of Greek
βολτόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σημείων ενός αγωγού. Τα όργανα για την ηλεκτροστατική μέτρηση της διαφοράς δυναμικού (ηλεκτροστατικές δυνάμεις) βασίζονται στο φαινόμενο της ηλεκτροστατικής επαγωγής. Ονομάζονται και… … Dictionary of Greek
θυρίστορ — Ημιαγωγικός ανορθωτής που κατασκευάζεται από μονοκρύσταλλο ημιαγωγό (πυρίτιο) με δομή τεσσάρων στρωμάτων p n p n και αποτελεί το ισοδύναμο στερεάς κατάστασης της τριόδου ηλεκτρονικής λυχνίας θύρατρο. Οι εξωτερικές συνδέσεις ενός θ. γίνονται στον… … Dictionary of Greek
Μεσσήνης, δήμος — Δήμος (11.041) του νομού Μεσσηνίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αβραμίου, Αναλήψεως, Βελίκας, Καρτερολίου, Λευκοχώρας, Λυκοτράφου, Μαδένης, Μαυρομματίου… … Dictionary of Greek